- τρισμεγίστου
- τρισμέγιστοςthrice-greatestmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερμητικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διδασκαλία Ερμή τού Τρισμεγίοτου («ερμητικά συγγράμματα») 2. αυτός που συγκολλήθηκε ύστερα από μετατροπή μετάλλου, ο αδιαπέραστος, ο στεγανός. επίρρ... ερμητικώς και ά 1. αδιαπέραστα, στεγανά 2. κατά την… … Dictionary of Greek
Ερμής ο Τρισμέγιστος — Μυθολογικό πρόσωπο. Υποτιθέμενος συγγραφέας μιας σειράς κειμένων της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου (2oς 3oς αι. μ.Χ.). Την καταγωγή του πρέπει να την αναζητήσουμε στον χαρακτηριστικό γι’ αυτή την εποχή φιλοσοφικό συγκρητισμό, που γέννησε και τη… … Dictionary of Greek
νεοπυθαγόρεια σχολή — Κίνηση ιδεών που άρχισε στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη τον 1o αι. π.Χ. και είχε μεγάλη απήχηση στους επόμενους αιώνες. Με το πρόσχημα της αναβίωσης της μυστικής διδασκαλίας του Πυθαγόρα, ο νεοπυθαγορισμός έτεινε μάλλον να τοποθετήσει υπό από την… … Dictionary of Greek
Ποιμάνδρης — Το κυριότερο από τα με γενικό τίτλο Ερμής ο Τρισμέγιστος φιλοσοφικοθρησκευτικά βιβλία, που διασώθηκαν στο ελληνικό πρωτότυπο και σε λατινική ή αραβική μετάφραση. Ο Π. είναι συναγωγή 18 φιλοσοφικών πραγματειών, που περιλαμβάνονται στην έκδοση του… … Dictionary of Greek
АЛЛЯЦИЙ — [лат. Allatius, итал. Allacci] Лев (1586 или 1588, о в Хиос 18.01.1669, Рим), греч. эллинист и эрудит, один из основателей византиноведения, автор многочисленных трудов в области филологии и истории, католич. богослов. Родился в семье правосл.… … Православная энциклопедия